περιτόναιος

περιτόναιος
περιτόναιος
stretched
masc/fem nom sg
περιτόναιος
stretched
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιτόναιος — ον, Α αυτός που είναι τεντωμένος, απλωμένος γύρω από κάτι (α. «περιτόναιος ὑμήν» Γαλ. β. «περιτόναιον σκέπασμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτονος + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος)] …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιον — stretched neut nom/voc/acc sg περιτόναιος stretched masc/fem acc sg περιτόναιος stretched neut nom/voc/acc sg περιτόναιος stretched masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτοναίου — περιτόναιον stretched neut gen sg περιτόναιος stretched masc/fem/neut gen sg περιτόναιος stretched masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτοναίῳ — περιτόναιον stretched neut dat sg περιτόναιος stretched masc/fem/neut dat sg περιτόναιος stretched masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτοναιοκάθαρση — η, Ν μέθοδος εξωνεφρικής καθάρσεως τού αίματος σε περιπτώσεις βαριάς νεφρικής ανεπάρκειας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. peritoneale dialyse (βλ. λ. περιτόναιος)] …   Dictionary of Greek

  • περιτοναιοποίηση — η, Ν η κάλυψη με περιτόναιο κάθε ενδοκοιλιακής επιφάνειας η οποία, λόγω κακώσεως ή εγχειρητικού τραυματισμού, έπαψε να περιβάλλεται από τον ορογόνο αυτό υμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. peritonization (βλ. λ. περιτόναιος)] …   Dictionary of Greek

  • περιτοναϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιτόναιο 2. φρ. α) «περιτοναϊκή διάλυση» η περιτοναιοκάθαρση β) «περιτοναϊκή κοιλότητα» ο σχισμοειδής χώρος ανάμεσα στο περίτονο και στο περισπλάγχνιο πέταλο τού περιτοναίου γ) «περιτοναϊκό υγρό» ορώδες …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος …   Dictionary of Greek

  • περιτόναια — περιτόναιον stretched neut nom/voc/acc pl περιτόναιος stretched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”